- αποβλακωτικός
- η , ό[ν] доводящий до отупения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβλακωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποβλάκωση: Τα ναρκωτικά είχαν πάνω του αποβλακωτική επίδραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)